μεγαλογνώμων

μεγαλογνώμων
μεγᾰλο-γνώμων, ον, gen. ονος,
A of lofty sentiments, high-minded, Id.Oec.21.8: τὸ μ., = foreg., Philostr.Ep.73, cf. X.Ages.9.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλογνώμων — μεγαλογνώμων, ον (Α) 1. αυτός που έχει υψηλό και ευγενές φρόνημα, μεγαλόφρων 2. το ουδ. ως ουσ. τό μεγαλόγνωμον η μεγαλογνωμοσύνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ευ γνώμων, ισχυρο γνώμων] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλογνώμων — of lofty sentiments masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλογνῶμον — μεγαλογνώμων of lofty sentiments masc/fem voc sg μεγαλογνώμων of lofty sentiments neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλογνώμονα — μεγαλογνώμων of lofty sentiments neut nom/voc/acc pl μεγαλογνώμων of lofty sentiments masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλογνωμόνως — μεγαλογνώμων of lofty sentiments adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλογνώμονας — μεγαλογνώμων of lofty sentiments masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλογνώμονες — μεγαλογνώμων of lofty sentiments masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλογνώμονι — μεγαλογνώμων of lofty sentiments dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλογνώμονος — μεγαλογνώμων of lofty sentiments gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου …   Dictionary of Greek

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”